- ευκοινώνητος
- -η, -ο (Α εὐκοινώνητος, -ον)νεοελλ.αυτός που συνάπτει εύκολα κοινωνικές σχέσεις, ο κοινωνικόςαρχ.αυτός με τον οποίο μπορεί κάποιος να έχει εύκολα δοσοληψίες («εὐκοινώνητος εἰς χρήματα», Αριστοτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κοινωνητός «αυτός με τον οποίο μπορεί κανείς να έλθει σε επαφή» (< κοινωνώ)].
Dictionary of Greek. 2013.